- καλλιπάρῃος
- καλλι-πάρῃος (παρειά): faircheeked.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
καλλιπάρηος — καλλιπάρηος, ον (Α) καλλιπάρειος* (Χρυσηΐδα καλλιπάρηον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πάρηος (< αμάρτυρο *παρηή, παλαιό ιων. τ. τού παρειά), πρβλ. μιλτο πάρηος] … Dictionary of Greek
καλλιπάρηος — beautiful cheeked masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιπάρῃος — καλλιπάρηος beautiful cheeked masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιπάρηον — καλλιπάρηος beautiful cheeked masc/fem acc sg καλλιπάρηος beautiful cheeked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιπάρῃον — καλλιπάρηος beautiful cheeked masc/fem acc sg καλλιπάρηος beautiful cheeked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιπαρῄου — καλλιπάρηος beautiful cheeked masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιπαρῄους — καλλιπάρηος beautiful cheeked masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιπαρῄῳ — καλλιπάρηος beautiful cheeked masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιπαρήου — καλλιπάρηος beautiful cheeked masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιπαρήους — καλλιπάρηος beautiful cheeked masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιπαρήῳ — καλλιπάρηος beautiful cheeked masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)